- ακροαματικότητα
- η [ακροαματικός](για ραδιόφωνο ή τηλεόραση) το ποσοστό ακροατών ή θεατών που παρακολουθεί αντιστοίχως κάποιο ακρόαμα ή θέαμα«αυτό το πρόγραμμα έχει μεγάλη (ή υψηλή) ακροαματικότητα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροαματικότητα — η το κατά πόσο παρακολουθεί το κοινό μια εκπομπή σε συνέχειες της τηλεόρασης ή του ραδιόφωνου: Η εκπομπή αυτή φέτος είχε τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… … Dictionary of Greek